- αβγολέμονο
- τοαβγό και χυμός λεμονιού χτυπημένα μαζί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβγολέμονο — το αβγό χτυπημένο με χυμό λεμονιού που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα φαγητών … Dictionary of Greek
αβγοζούμι — το το αβγολέμονο* … Dictionary of Greek
αβγοκόβω — καρυκεύω, νοστιμεύω το φαγητό με αβγολέμονο … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
αβγόσουπα — η σούπα με φιδέ ή ρύζι και αβγολέμονο, αβγοκομμένη … Dictionary of Greek
μαγειρίτσα — και μαγερίτσα, η είδος σούπας που παρασκευάζεται με εντόσθια αρνιού, φρέσκα κρεμμύδια, άνηθο, λίγο ρύζι και αβγολέμονο και παρατίθεται στο μεταμεσονύκτιο δείπνο μετά την τελετή τής Ανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα] … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
αβγοκόβω — αβγόκοψα, αβγοκομμένος, καρυκεύω φαγητό βάζοντάς του αβγολέμονο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχινόσουπα — η σούπα με ταχίνι (αντί με αβγολέμονο ή με κάτι άλλο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικασέ — το άκλ., και φρικασές, ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.), είδος φαγητού με κρέας και λαχανικά (κρεμμυδάκια, μαρούλια ή ραδίκια κ.ά.) και με αβγολέμονο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)